Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατακνάω
κατακνίζω
κατακνώσσω
κατακοιμάω
κατακοιμίζω
κατακοινωνέω
κατάκοιτος
κατακολουθέω
κατακολπίζω
κατακολυμβάω
κατακομιδή
κατακομίζω
κατάκομος
κατακονᾱ́
κατακονδυλίζομαι
κατακοντίζω
κατάκοπος
κατακόπτω
κατακορής
κατάκορος
κατακοσμέω
View word page
κατακομιδή
κατακομιδήῆςfκατακομίζω transportation to the coastsending offof goods for exportTh.

ShortDef

a bringing down to the sea-shore for exportation

Debugging

Headword:
κατακομιδή
Headword (normalized):
κατακομιδή
Headword (normalized/stripped):
κατακομιδη
IDX:
21424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21425
Key:
κατακομιδή

Data

{'headword_display': '<b>κατακομιδή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατακομιδή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>κατακομίζω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>transportation to the coast</Def><Tr>sending off<Expl>of goods for export</Expl></Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κατακομιδή'}