Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατακνάπτω
κατακνάω
κατακνίζω
κατακνώσσω
κατακοιμάω
κατακοιμίζω
κατακοινωνέω
κατάκοιτος
κατακολουθέω
κατακολπίζω
κατακολυμβάω
κατακομιδή
κατακομίζω
κατάκομος
κατακονᾱ́
κατακονδυλίζομαι
κατακοντίζω
κατάκοπος
κατακόπτω
κατακορής
κατάκορος
View word page
κατα-κολυμβάω
κατακολυμβάωcontr.vb dive underwaterTh.

ShortDef

to dive down

Debugging

Headword:
κατακολυμβάω
Headword (normalized):
κατακολυμβάω
Headword (normalized/stripped):
κατακολυμβαω
IDX:
21423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21424
Key:
κατακολυμβάω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-κολυμβάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>κολυμβάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr> dive underwater</Tr><Au>Th.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'κατακολυμβάω'}