Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατακλύζω
κατακλυσμός
κατακλύω
κατακνάπτω
κατακνάω
κατακνίζω
κατακνώσσω
κατακοιμάω
κατακοιμίζω
κατακοινωνέω
κατάκοιτος
κατακολουθέω
κατακολπίζω
κατακολυμβάω
κατακομιδή
κατακομίζω
κατάκομος
κατακονᾱ́
κατακονδυλίζομαι
κατακοντίζω
κατάκοπος
View word page
κατά-κοιτος
κατάκοιτοςονadjκοίτη in bedfig., of loveat resti.e. not tormenting a personIbyc.

ShortDef

in bed

Debugging

Headword:
κατάκοιτος
Headword (normalized):
κατάκοιτος
Headword (normalized/stripped):
κατακοιτος
IDX:
21420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21421
Key:
κατάκοιτος

Data

{'headword_display': '<b>κατά-κοιτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατά<hyph/>κοιτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κοίτη</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>in bed</Def><aS2><Indic>fig., of love</Indic><Tr>at rest<Expl>i.e. not tormenting a person</Expl></Tr><Au>Ibyc.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'κατάκοιτος'}