Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάκλισις
κατακλύζω
κατακλυσμός
κατακλύω
κατακνάπτω
κατακνάω
κατακνίζω
κατακνώσσω
κατακοιμάω
κατακοιμίζω
κατακοινωνέω
κατάκοιτος
κατακολουθέω
κατακολπίζω
κατακολυμβάω
κατακομιδή
κατακομίζω
κατάκομος
κατακονᾱ́
κατακονδυλίζομαι
κατακοντίζω
View word page
κατα-κοινωνέω
κατακοινωνέωcontr.vb work in partnershipw.dat.w. someoneD. share outa state's affairsw. a foreign rulerAeschin.

ShortDef

to give a share

Debugging

Headword:
κατακοινωνέω
Headword (normalized):
κατακοινωνέω
Headword (normalized/stripped):
κατακοινωνεω
IDX:
21419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21420
Key:
κατακοινωνέω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-κοινωνέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>κοινωνέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>work in partnership</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>D.</Au></Cmpl> </vS1> <vS1><Tr>share out</Tr><Obj>a state's affairs<Expl>w. a foreign ruler</Expl><Au>Aeschin.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'κατακοινωνέω'}