Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατακλῄς
κατακλῄω
κατακλῑ́νω
κατάκλισις
κατακλύζω
κατακλυσμός
κατακλύω
κατακνάπτω
κατακνάω
κατακνίζω
κατακνώσσω
κατακοιμάω
κατακοιμίζω
κατακοινωνέω
κατάκοιτος
κατακολουθέω
κατακολπίζω
κατακολυμβάω
κατακομιδή
κατακομίζω
κατάκομος
View word page
κατα-κνώσσω
κατακνώσσωvb sleep, slumberAR.

ShortDef

fall asleep

Debugging

Headword:
κατακνώσσω
Headword (normalized):
κατακνώσσω
Headword (normalized/stripped):
κατακνωσσω
IDX:
21416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21417
Key:
κατακνώσσω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-κνώσσω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>κνώσσω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>sleep, slumber</Tr><Au>AR.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'κατακνώσσω'}