Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατακληρονομέω
κατακληρόομαι
κατακληρουχέω
κατακλῄς
κατακλῄω
κατακλῑ́νω
κατάκλισις
κατακλύζω
κατακλυσμός
κατακλύω
κατακνάπτω
κατακνάω
κατακνίζω
κατακνώσσω
κατακοιμάω
κατακοιμίζω
κατακοινωνέω
κατάκοιτος
κατακολουθέω
κατακολπίζω
κατακολυμβάω
View word page
κατα-κνάπτω
κατα-κνάπτωvb fig., of a persontear to shredsone's hopesE.

ShortDef

tear to pieces

Debugging

Headword:
κατακνάπτω
Headword (normalized):
κατακνάπτω
Headword (normalized/stripped):
κατακναπτω
IDX:
21413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21414
Key:
κατακνάπτω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-κνάπτω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατα-κνάπτω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>fig., of a person</Indic><Tr>tear to shreds</Tr><Obj>one's hopes<Au>E.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'κατακνάπτω'}