Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατακλείω
κατακληῑ́ς
κατακληρονομέω
κατακληρόομαι
κατακληρουχέω
κατακλῄς
κατακλῄω
κατακλῑ́νω
κατάκλισις
κατακλύζω
κατακλυσμός
κατακλύω
κατακνάπτω
κατακνάω
κατακνίζω
κατακνώσσω
κατακοιμάω
κατακοιμίζω
κατακοινωνέω
κατάκοιτος
κατακολουθέω
View word page
κατακλυσμός
κατακλυσμόςοῦm flood, delugeref. to mythol. eventsPl. Plb. Plu.specif., ref. to the biblical floodNT.fig., w.gen. of diseases ravaging a cityPl.ref. to the passage of time, as washing away earlier eventsD.

ShortDef

a deluge, inundation

Debugging

Headword:
κατακλυσμός
Headword (normalized):
κατακλυσμός
Headword (normalized/stripped):
κατακλυσμος
IDX:
21411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21412
Key:
κατακλυσμός

Data

{'headword_display': '<b>κατακλυσμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατακλυσμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>flood, deluge<Expl>ref. to mythol. events</Expl></Tr><Au>Pl. Plb. Plu.</Au><nS2><Indic>specif., ref. to the biblical flood</Indic><Au>NT.</Au></nS2><nS2><Indic>fig., <GLbl>w.gen.</GLbl> of diseases ravaging a city</Indic><Au>Pl.</Au></nS2><nS2><Indic>ref. to the passage of time, as washing away earlier events</Indic><Au>D.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'κατακλυσμός'}