Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατᾳκίζω
κατακλαίω
κατακλάω
κατάκλειστος
κατακλείω
κατακληῑ́ς
κατακληρονομέω
κατακληρόομαι
κατακληρουχέω
κατακλῄς
κατακλῄω
κατακλῑ́νω
κατάκλισις
κατακλύζω
κατακλυσμός
κατακλύω
κατακνάπτω
κατακνάω
κατακνίζω
κατακνώσσω
κατακοιμάω
View word page
κατακλῄω
κατακλῄωAtt.vbseeκατακλείω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατακλῄω
Headword (normalized):
κατακλῄω
Headword (normalized/stripped):
κατακληω
IDX:
21407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21408
Key:
κατακλῄω

Data

{'headword_display': '<b>κατακλῄω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>κατακλῄω</HL><PS>Att.vb</PS></HG><XR>see<Ref>κατακλείω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κατακλῄω'}