Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατακηλέω
κατακηρόω
κατακηρύσσω
κατᾳκίζω
κατακλαίω
κατακλάω
κατάκλειστος
κατακλείω
κατακληῑ́ς
κατακληρονομέω
κατακληρόομαι
κατακληρουχέω
κατακλῄς
κατακλῄω
κατακλῑ́νω
κατάκλισις
κατακλύζω
κατακλυσμός
κατακλύω
κατακνάπτω
κατακνάω
View word page
κατα-κληρόομαι
κατακληρόομαιmid.contr.vb of a princereceive as one's allocationtake overroyal powerPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατακληρόομαι
Headword (normalized):
κατακληρόομαι
Headword (normalized/stripped):
κατακληροομαι
IDX:
21404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21405
Key:
κατακληρόομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-κληρόομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>κληρόομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a prince</Indic><Def>receive as one's allocation</Def><Tr>take over</Tr><Obj>royal power<Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'κατακληρόομαι'}