Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατακῆαι
κατακηλέω
κατακηρόω
κατακηρύσσω
κατᾳκίζω
κατακλαίω
κατακλάω
κατάκλειστος
κατακλείω
κατακληῑ́ς
κατακληρονομέω
κατακληρόομαι
κατακληρουχέω
κατακλῄς
κατακλῄω
κατακλῑ́νω
κατάκλισις
κατακλύζω
κατακλυσμός
κατακλύω
κατακνάπτω
View word page
κατα-κληρονομέω
κατακληρονομέωcontr.vb of Godapportion as an inheritance or entitlementassignlandto the JewsNT.

ShortDef

to obtain by inheritance

Debugging

Headword:
κατακληρονομέω
Headword (normalized):
κατακληρονομέω
Headword (normalized/stripped):
κατακληρονομεω
IDX:
21403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21404
Key:
κατακληρονομέω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-κληρονομέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>κληρονομέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of God</Indic><Def>apportion as an inheritance or entitlement</Def><Tr>assign</Tr><Obj>land<Expl>to the Jews</Expl><Au>NT.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'κατακληρονομέω'}