Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατακερδαίνω
κατακερματίζω
κατακερτομέω
κατακῆαι
κατακηλέω
κατακηρόω
κατακηρύσσω
κατᾳκίζω
κατακλαίω
κατακλάω
κατάκλειστος
κατακλείω
κατακληῑ́ς
κατακληρονομέω
κατακληρόομαι
κατακληρουχέω
κατακλῄς
κατακλῄω
κατακλῑ́νω
κατάκλισις
κατακλύζω
View word page
κατάκλειστος
κατάκλειστοςονadjκατακλείω of judgesenclosed in a chambersequesteredto ensure impartialityPlu.of a young man or womancloisteredat homeCall. Plu.

ShortDef

shut up

Debugging

Headword:
κατάκλειστος
Headword (normalized):
κατάκλειστος
Headword (normalized/stripped):
κατακλειστος
IDX:
21400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21401
Key:
κατάκλειστος

Data

{'headword_display': '<b>κατάκλειστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατάκλειστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κατακλείω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of judges</Indic><Def>enclosed in a chamber</Def><Tr>sequestered<Expl>to ensure impartiality</Expl></Tr><Au>Plu.</Au><aS2><Indic>of a young man or woman</Indic><Tr>cloistered<Expl>at home</Expl></Tr><Au>Call. Plu.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'κατάκλειστος'}