Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατακέκαυκα
κατακέκονα
κατακελεύω
κατακεντέω
κατακέντημα
κατακερδαίνω
κατακερματίζω
κατακερτομέω
κατακῆαι
κατακηλέω
κατακηρόω
κατακηρύσσω
κατᾳκίζω
κατακλαίω
κατακλάω
κατάκλειστος
κατακλείω
κατακληῑ́ς
κατακληρονομέω
κατακληρόομαι
κατακληρουχέω
View word page
κατα-κηρόω
κατακηρόωcontr.vb cover with waxa corpseto embalm itHdt.pass.of a corpsebe covered with waxHdt.

ShortDef

to cover with wax

Debugging

Headword:
κατακηρόω
Headword (normalized):
κατακηρόω
Headword (normalized/stripped):
κατακηροω
IDX:
21395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21396
Key:
κατακηρόω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-κηρόω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>κηρόω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>cover with wax</Tr><Obj>a corpse<Expl>to embalm it</Expl><Au>Hdt.</Au></Obj><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of a corpse</Indic><Def>be covered with wax</Def><Au>Hdt.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'κατακηρόω'}