Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
κατακείρω
κατακείω
κατακέκαυκα
κατακέκονα
κατακελεύω
κατακεντέω
κατακέντημα
κατακερδαίνω
κατακερματίζω
κατακερτομέω
κατακῆαι
κατακηλέω
κατακηρόω
κατακηρύσσω
κατᾳκίζω
κατακλαίω
κατακλάω
κατάκλειστος
κατακλείω
κατακληῑ́ς
κατακληρονομέω
View word page
κατακῆαι
κατακῆαι
ep.aor.inf.
see
κατακαίω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατακῆαι
Headword (normalized):
κατακῆαι
Headword (normalized/stripped):
κατακηαι
IDX:
21393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21394
Key:
κατακῆαι
Data
{'headword_display': '<b>κατακῆαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>κατακῆαι<LblR>ep.aor.inf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>κατακαίω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κατακῆαι'}