Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατακείομεν
κατακείρω
κατακείω
κατακέκαυκα
κατακέκονα
κατακελεύω
κατακεντέω
κατακέντημα
κατακερδαίνω
κατακερματίζω
κατακερτομέω
κατακῆαι
κατακηλέω
κατακηρόω
κατακηρύσσω
κατᾳκίζω
κατακλαίω
κατακλάω
κατάκλειστος
κατακλείω
κατακληῑ́ς
View word page
κατα-κερτομέω
κατακερτομέωcontr.vb taunt, mocka personHdt.

ShortDef

to rail violently

Debugging

Headword:
κατακερτομέω
Headword (normalized):
κατακερτομέω
Headword (normalized/stripped):
κατακερτομεω
IDX:
21392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21393
Key:
κατακερτομέω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-κερτομέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>κερτομέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>taunt, mock</Tr><Obj>a person<Au>Hdt.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'κατακερτομέω'}