Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατακᾱ́ω
κατάκειμαι
κατακείομεν
κατακείρω
κατακείω
κατακέκαυκα
κατακέκονα
κατακελεύω
κατακεντέω
κατακέντημα
κατακερδαίνω
κατακερματίζω
κατακερτομέω
κατακῆαι
κατακηλέω
κατακηρόω
κατακηρύσσω
κατᾳκίζω
κατακλαίω
κατακλάω
κατάκλειστος
View word page
κατα-κερδαίνω
κατακερδαίνωvb of military officersderive corrupt profitfr. their commissionX.

ShortDef

to make gain of

Debugging

Headword:
κατακερδαίνω
Headword (normalized):
κατακερδαίνω
Headword (normalized/stripped):
κατακερδαινω
IDX:
21390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21391
Key:
κατακερδαίνω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-κερδαίνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>κερδαίνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of military officers</Indic><Tr>derive corrupt profit<Expl>fr. their commission</Expl></Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'κατακερδαίνω'}