Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατακαυχάομαι
κατακᾱ́ω
κατάκειμαι
κατακείομεν
κατακείρω
κατακείω
κατακέκαυκα
κατακέκονα
κατακελεύω
κατακεντέω
κατακέντημα
κατακερδαίνω
κατακερματίζω
κατακερτομέω
κατακῆαι
κατακηλέω
κατακηρόω
κατακηρύσσω
κατᾳκίζω
κατακλαίω
κατακλάω
View word page
κατακέντημα
κατακέντημαατοςn punctureof the skinPl.

ShortDef

puncture

Debugging

Headword:
κατακέντημα
Headword (normalized):
κατακέντημα
Headword (normalized/stripped):
κατακεντημα
IDX:
21389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21390
Key:
κατακέντημα

Data

{'headword_display': '<b>κατακέντημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατακέντημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>puncture<Expl>of the skin</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κατακέντημα'}