Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατακᾶσα
κατακαυχάομαι
κατακᾱ́ω
κατάκειμαι
κατακείομεν
κατακείρω
κατακείω
κατακέκαυκα
κατακέκονα
κατακελεύω
κατακεντέω
κατακέντημα
κατακερδαίνω
κατακερματίζω
κατακερτομέω
κατακῆαι
κατακηλέω
κατακηρόω
κατακηρύσσω
κατᾳκίζω
κατακλαίω
View word page
κατα-κεντέω
κατακεντέωcontr.vb of a godpierce, punctureskinin creating the bodyPl.

ShortDef

pierce through

Debugging

Headword:
κατακεντέω
Headword (normalized):
κατακεντέω
Headword (normalized/stripped):
κατακεντεω
IDX:
21388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21389
Key:
κατακεντέω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-κεντέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>κεντέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a god</Indic><Tr>pierce, puncture</Tr><Obj>skin<Expl>in creating the body</Expl><Au>Pl.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'κατακεντέω'}