Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατακάρφομαι
κατακᾶσα
κατακαυχάομαι
κατακᾱ́ω
κατάκειμαι
κατακείομεν
κατακείρω
κατακείω
κατακέκαυκα
κατακέκονα
κατακελεύω
κατακεντέω
κατακέντημα
κατακερδαίνω
κατακερματίζω
κατακερτομέω
κατακῆαι
κατακηλέω
κατακηρόω
κατακηρύσσω
κατᾳκίζω
View word page
κατα-κελεύω
κατακελεύωvb give a commandcall out a signalto a heraldAr.call out a beatto rowersAr.

ShortDef

to command silence

Debugging

Headword:
κατακελεύω
Headword (normalized):
κατακελεύω
Headword (normalized/stripped):
κατακελευω
IDX:
21387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21388
Key:
κατακελεύω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-κελεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>κελεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Def>give a command</Def><Tr>call out a signal<Expl>to a herald</Expl></Tr><Au>Ar.</Au><vS2><Tr>call out a beat<Expl>to rowers</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'κατακελεύω'}