Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
κατακαλύπτω
κατακάμπτω
κατακάρφομαι
κατακᾶσα
κατακαυχάομαι
κατακᾱ́ω
κατάκειμαι
κατακείομεν
κατακείρω
κατακείω
κατακέκαυκα
κατακέκονα
κατακελεύω
κατακεντέω
κατακέντημα
κατακερδαίνω
κατακερματίζω
κατακερτομέω
κατακῆαι
κατακηλέω
κατακηρόω
View word page
κατακέκαυκα
κατακέκαυκα
pf.
see
κατακαίω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατακέκαυκα
Headword (normalized):
κατακέκαυκα
Headword (normalized/stripped):
κατακεκαυκα
IDX:
21385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21386
Key:
κατακέκαυκα
Data
{'headword_display': '<b>κατακέκαυκα</b>', 'content': '<XE><RefFm>κατακέκαυκα<LblR>pf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>κατακαίω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κατακέκαυκα'}