Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατακαλέω
κατακαλύπτω
κατακάμπτω
κατακάρφομαι
κατακᾶσα
κατακαυχάομαι
κατακᾱ́ω
κατάκειμαι
κατακείομεν
κατακείρω
κατακείω
κατακέκαυκα
κατακέκονα
κατακελεύω
κατακεντέω
κατακέντημα
κατακερδαίνω
κατακερματίζω
κατακερτομέω
κατακῆαι
κατακηλέω
View word page
κατα-κείω
κατακείω
alsoκακκείω
ep.vbκείω1
go off to bedHom.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατακείω
Headword (normalized):
κατακείω
Headword (normalized/stripped):
κατακειω
IDX:
21384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21385
Key:
κατακείω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-κείω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>κείω</HL><DL><Lbl>also</Lbl><FmHL>κακκείω</FmHL></DL><PS>ep.vb</PS><Ety><Ref>κείω<Hm>1</Hm></Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>go off to bed</Tr><Au>Hom.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'κατακείω'}