Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
κατακαίριος
κατακαίω
κατακαλέω
κατακαλύπτω
κατακάμπτω
κατακάρφομαι
κατακᾶσα
κατακαυχάομαι
κατακᾱ́ω
κατάκειμαι
κατακείομεν
κατακείρω
κατακείω
κατακέκαυκα
κατακέκονα
κατακελεύω
κατακεντέω
κατακέντημα
κατακερδαίνω
κατακερματίζω
κατακερτομέω
View word page
κατακείομεν
κατακείομεν
ep.1pl.aor.subj.
see
κατακαίω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατακείομεν
Headword (normalized):
κατακείομεν
Headword (normalized/stripped):
κατακειομεν
IDX:
21382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21383
Key:
κατακείομεν
Data
{'headword_display': '<b>κατακείομεν</b>', 'content': '<XE><RefFm>κατακείομεν<LblR>ep.1pl.aor.subj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>κατακαίω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κατακείομεν'}