Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταιωρέομαι
κατακαίνω
κατακαίριος
κατακαίω
κατακαλέω
κατακαλύπτω
κατακάμπτω
κατακάρφομαι
κατακᾶσα
κατακαυχάομαι
κατακᾱ́ω
κατάκειμαι
κατακείομεν
κατακείρω
κατακείω
κατακέκαυκα
κατακέκονα
κατακελεύω
κατακεντέω
κατακέντημα
κατακερδαίνω
View word page
κατακᾱ́ω
κατακᾱ́ωAtt.vbseeκατακαίω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατακᾱ́ω
Headword (normalized):
κατακᾱ́ω
Headword (normalized/stripped):
κατακαω
IDX:
21380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21381
Key:
κατακᾱ́ω

Data

{'headword_display': '<b>κατακᾱ́ω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>κατακᾱ́ω</HL><PS>Att.vb</PS></HG><XR>see<Ref>κατακαίω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κατακᾱ́ω'}