Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταῖτυξ
καταιωρέομαι
κατακαίνω
κατακαίριος
κατακαίω
κατακαλέω
κατακαλύπτω
κατακάμπτω
κατακάρφομαι
κατακᾶσα
κατακαυχάομαι
κατακᾱ́ω
κατάκειμαι
κατακείομεν
κατακείρω
κατακείω
κατακέκαυκα
κατακέκονα
κατακελεύω
κατακεντέω
κατακέντημα
View word page
κατα-καυχάομαι
κατακαυχάομαιmid.contr.vb fig., of a growing branch on a treeboast overlord it overbroken branchesNT.

ShortDef

to boast against

Debugging

Headword:
κατακαυχάομαι
Headword (normalized):
κατακαυχάομαι
Headword (normalized/stripped):
κατακαυχαομαι
IDX:
21379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21380
Key:
κατακαυχάομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-καυχάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>καυχάομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>fig., of a growing branch on a tree</Indic><Def>boast over</Def><Tr>lord it over</Tr><Obj>broken branches<Au>NT.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'κατακαυχάομαι'}