Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταιτιάομαι
καταῖτυξ
καταιωρέομαι
κατακαίνω
κατακαίριος
κατακαίω
κατακαλέω
κατακαλύπτω
κατακάμπτω
κατακάρφομαι
κατακᾶσα
κατακαυχάομαι
κατακᾱ́ω
κατάκειμαι
κατακείομεν
κατακείρω
κατακείω
κατακέκαυκα
κατακέκονα
κατακελεύω
κατακεντέω
View word page
κατακᾶσα
κατακᾶσαηςfapp.reltd. κασαλβάς pejor., ref. to a woman who betrayed her father for loveprostituteCall.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατακᾶσα
Headword (normalized):
κατακᾶσα
Headword (normalized/stripped):
κατακασα
IDX:
21378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21379
Key:
κατακᾶσα

Data

{'headword_display': '<b>κατακᾶσα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατακᾶσα</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS><Ety>app.reltd. <Ref>κασαλβάς</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>pejor., ref. to a woman who betrayed her father for love</Indic><Tr>prostitute</Tr><Au>Call.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κατακᾶσα'}