Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταΐσχω
καταιτιάομαι
καταῖτυξ
καταιωρέομαι
κατακαίνω
κατακαίριος
κατακαίω
κατακαλέω
κατακαλύπτω
κατακάμπτω
κατακάρφομαι
κατακᾶσα
κατακαυχάομαι
κατακᾱ́ω
κατάκειμαι
κατακείομεν
κατακείρω
κατακείω
κατακέκαυκα
κατακέκονα
κατακελεύω
View word page
κατα-κάρφομαι
κατακάρφομαιpass.vb of leavesbecome witheredA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατακάρφομαι
Headword (normalized):
κατακάρφομαι
Headword (normalized/stripped):
κατακαρφομαι
IDX:
21377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21378
Key:
κατακάρφομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-κάρφομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>κάρφομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of leaves</Indic><Tr>become withered</Tr><Au>A.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'κατακάρφομαι'}