Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταισθάνομαι
καταίσιος
κατᾱίσσω
καταισχυντήρ
καταισχῡ́νω
καταΐσχω
καταιτιάομαι
καταῖτυξ
καταιωρέομαι
κατακαίνω
κατακαίριος
κατακαίω
κατακαλέω
κατακαλύπτω
κατακάμπτω
κατακάρφομαι
κατακᾶσα
κατακαυχάομαι
κατακᾱ́ω
κατάκειμαι
κατακείομεν
View word page
κατα-καίριος
κατακαίριοςονadj of a spear-woundfatalIl.

ShortDef

mortal

Debugging

Headword:
κατακαίριος
Headword (normalized):
κατακαίριος
Headword (normalized/stripped):
κατακαιριος
IDX:
21372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21373
Key:
κατακαίριος

Data

{'headword_display': '<b>κατα-καίριος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατα<hyph/>καίριος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a spear-wound</Indic><Tr>fatal</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κατακαίριος'}