Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταίρω
καταισθάνομαι
καταίσιος
κατᾱίσσω
καταισχυντήρ
καταισχῡ́νω
καταΐσχω
καταιτιάομαι
καταῖτυξ
καταιωρέομαι
κατακαίνω
κατακαίριος
κατακαίω
κατακαλέω
κατακαλύπτω
κατακάμπτω
κατακάρφομαι
κατακᾶσα
κατακαυχάομαι
κατακᾱ́ω
κατάκειμαι
View word page
κατα-καίνω
κατακαίνωvbfut.
κατακανῶ
aor.2
κατέκανον
pf.
κατακέκονα
killpersons, animalsS. X.

ShortDef

kill

Debugging

Headword:
κατακαίνω
Headword (normalized):
κατακαίνω
Headword (normalized/stripped):
κατακαινω
IDX:
21371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21372
Key:
κατακαίνω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-καίνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>καίνω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>fut.</Lbl><Form>κατακανῶ</Form></Tns><Tns><Lbl>aor.2</Lbl><Form>κατέκανον</Form></Tns><Tns><Lbl>pf.</Lbl><Form>κατακέκονα</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>kill</Tr><Obj>persons, animals<Au>S. X.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'κατακαίνω'}