Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταιρέω
καταίρω
καταισθάνομαι
καταίσιος
κατᾱίσσω
καταισχυντήρ
καταισχῡ́νω
καταΐσχω
καταιτιάομαι
καταῖτυξ
καταιωρέομαι
κατακαίνω
κατακαίριος
κατακαίω
κατακαλέω
κατακαλύπτω
κατακάμπτω
κατακάρφομαι
κατακᾶσα
κατακαυχάομαι
κατακᾱ́ω
View word page
κατ-αιωρέομαι
καταιωρέομαιpass.contr.vbIon.3pl.impf.
κατῃωρεῦντο
of tasselshang downfr. a bagHes.

ShortDef

to hang down

Debugging

Headword:
καταιωρέομαι
Headword (normalized):
καταιωρέομαι
Headword (normalized/stripped):
καταιωρεομαι
IDX:
21370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21371
Key:
καταιωρέομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατ-αιωρέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>αιωρέομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>Ion.3pl.impf.</Lbl><Form>κατῃωρεῦντο</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Indic>of tassels</Indic><Tr>hang down<Expl>fr. a bag</Expl></Tr><Au>Hes.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'καταιωρέομαι'}