Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατᾱῑ́ξ
καταιρέω
καταίρω
καταισθάνομαι
καταίσιος
κατᾱίσσω
καταισχυντήρ
καταισχῡ́νω
καταΐσχω
καταιτιάομαι
καταῖτυξ
καταιωρέομαι
κατακαίνω
κατακαίριος
κατακαίω
κατακαλέω
κατακαλύπτω
κατακάμπτω
κατακάρφομαι
κατακᾶσα
κατακαυχάομαι
View word page
καταῖτυξ
καταῖτυξυγοςf leather helmetIl.

ShortDef

a low helmet

Debugging

Headword:
καταῖτυξ
Headword (normalized):
καταῖτυξ
Headword (normalized/stripped):
καταιτυξ
IDX:
21369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21370
Key:
καταῖτυξ

Data

{'headword_display': '<b>καταῖτυξ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καταῖτυξ</HL><Infl>υγος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>leather helmet</Tr><Au>Il.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καταῖτυξ'}