Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταίθω
καταικίζω
καταίνεσις
καταινέω
κατᾱῑ́ξ
καταιρέω
καταίρω
καταισθάνομαι
καταίσιος
κατᾱίσσω
καταισχυντήρ
καταισχῡ́νω
καταΐσχω
καταιτιάομαι
καταῖτυξ
καταιωρέομαι
κατακαίνω
κατακαίριος
κατακαίω
κατακαλέω
κατακαλύπτω
View word page
καταισχυντήρ
καταισχυντήρῆροςmκαταισχῡ́νω one who defilesdesecratorof a houseA.

ShortDef

a dishonourer

Debugging

Headword:
καταισχυντήρ
Headword (normalized):
καταισχυντήρ
Headword (normalized/stripped):
καταισχυντηρ
IDX:
21365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21366
Key:
καταισχυντήρ

Data

{'headword_display': '<b>καταισχυντήρ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καταισχυντήρ</HL><Infl>ῆρος</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>καταισχῡ́νω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>one who defiles</Def><Tr>desecrator<Expl>of a house</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καταισχυντήρ'}