Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταιθαλόω
καταιθύσσω
καταίθω
καταικίζω
καταίνεσις
καταινέω
κατᾱῑ́ξ
καταιρέω
καταίρω
καταισθάνομαι
καταίσιος
κατᾱίσσω
καταισχυντήρ
καταισχῡ́νω
καταΐσχω
καταιτιάομαι
καταῖτυξ
καταιωρέομαι
κατακαίνω
κατακαίριος
κατακαίω
View word page
κατ-αίσιος
καταίσιοςονadj of a deedrighteousA.

ShortDef

all righteous

Debugging

Headword:
καταίσιος
Headword (normalized):
καταίσιος
Headword (normalized/stripped):
καταισιος
IDX:
21363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21364
Key:
καταίσιος

Data

{'headword_display': '<b>κατ-αίσιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατ<hyph/>αίσιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a deed</Indic><Tr>righteous</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καταίσιος'}