Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταιδέομαι
καταιθαλόω
καταιθύσσω
καταίθω
καταικίζω
καταίνεσις
καταινέω
κατᾱῑ́ξ
καταιρέω
καταίρω
καταισθάνομαι
καταίσιος
κατᾱίσσω
καταισχυντήρ
καταισχῡ́νω
καταΐσχω
καταιτιάομαι
καταῖτυξ
καταιωρέομαι
κατακαίνω
κατακαίριος
View word page
κατ-αισθάνομαι
καταισθάνομαιmid.vb perceive the nature ofrecognise the truth aboutone's marriageS.

ShortDef

to come to full perception of

Debugging

Headword:
καταισθάνομαι
Headword (normalized):
καταισθάνομαι
Headword (normalized/stripped):
καταισθανομαι
IDX:
21362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21363
Key:
καταισθάνομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατ-αισθάνομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>αισθάνομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Def>perceive the nature of</Def><Tr>recognise the truth about</Tr><Obj>one's marriage<Au>S.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'καταισθάνομαι'}