Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταθωρᾱκίζομαι
καταιβάτης
καταιβατός
κατᾱ̄ίγδην
καταιγίζω
καταιγίς
καταιδέομαι
καταιθαλόω
καταιθύσσω
καταίθω
καταικίζω
καταίνεσις
καταινέω
κατᾱῑ́ξ
καταιρέω
καταίρω
καταισθάνομαι
καταίσιος
κατᾱίσσω
καταισχυντήρ
καταισχῡ́νω
View word page
καταικίζω
καταικίζωvbseeκατᾳκίζω

ShortDef

to wound severely, to spoil utterly

Debugging

Headword:
καταικίζω
Headword (normalized):
καταικίζω
Headword (normalized/stripped):
καταικιζω
IDX:
21356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21357
Key:
καταικίζω

Data

{'headword_display': '<b>καταικίζω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>καταικίζω</HL><PS>vb</PS></HG><XR>see<Ref>κατᾳκίζω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καταικίζω'}