Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταθνητός
καταθορυβέομαι
καταθραύω
καταθρηνέω
καταθρῴσκω
καταθῡμέω
καταθῡ́μιος
καταθῡ́ω
καταθωρᾱκίζομαι
καταιβάτης
καταιβατός
κατᾱ̄ίγδην
καταιγίζω
καταιγίς
καταιδέομαι
καταιθαλόω
καταιθύσσω
καταίθω
καταικίζω
καταίνεσις
καταινέω
View word page
καταιβατός
καταιβατόςή όνadj of an entrance to a caveproviding a way downw.dat.for peopleOd.

ShortDef

by which

Debugging

Headword:
καταιβατός
Headword (normalized):
καταιβατός
Headword (normalized/stripped):
καταιβατος
IDX:
21348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21349
Key:
καταιβατός

Data

{'headword_display': '<b>καταιβατός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καταιβατός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of an entrance to a cave</Indic><Tr>providing a way down<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>for people</Expl></Tr><Au>Od.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καταιβατός'}