Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταθλῑ́βομαι
καταθνῄσκω
καταθνητός
καταθορυβέομαι
καταθραύω
καταθρηνέω
καταθρῴσκω
καταθῡμέω
καταθῡ́μιος
καταθῡ́ω
καταθωρᾱκίζομαι
καταιβάτης
καταιβατός
κατᾱ̄ίγδην
καταιγίζω
καταιγίς
καταιδέομαι
καταιθαλόω
καταιθύσσω
καταίθω
καταικίζω
View word page
κατα-θωρᾱκίζομαι
καταθωρᾱκίζομαιpass.vb of horsesbe clad in armourX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταθωρᾱκίζομαι
Headword (normalized):
καταθωρᾱκίζομαι
Headword (normalized/stripped):
καταθωρακιζομαι
IDX:
21346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21347
Key:
καταθωρᾱκίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-θωρᾱκίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>θωρᾱκίζομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of horses</Indic><Tr>be clad in armour</Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'καταθωρᾱκίζομαι'}