Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταθέλγω
καταθεματίζω
καταθέω
καταθεωρέομαι
κατᾱθλέω
καταθλῑ́βομαι
καταθνῄσκω
καταθνητός
καταθορυβέομαι
καταθραύω
καταθρηνέω
καταθρῴσκω
καταθῡμέω
καταθῡ́μιος
καταθῡ́ω
καταθωρᾱκίζομαι
καταιβάτης
καταιβατός
κατᾱ̄ίγδην
καταιγίζω
καταιγίς
View word page
κατα-θρηνέω
καταθρηνέωcontr.vb lamentE. Plu.tr.mourna personw.dat.w. songsE.fr.

ShortDef

to bewail, lament, mourn

Debugging

Headword:
καταθρηνέω
Headword (normalized):
καταθρηνέω
Headword (normalized/stripped):
καταθρηνεω
IDX:
21341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21342
Key:
καταθρηνέω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-θρηνέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>θρηνέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>lament</Tr><Au>E. Plu.</Au><vS2><Indic>tr.</Indic><Tr>mourn</Tr><Obj>a person<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. songs</Expl><Au>E.<Wk>fr.</Wk></Au></Obj></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'καταθρηνέω'}