Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταθεάομαι
καταθείομεν
καταθέλγω
καταθεματίζω
καταθέω
καταθεωρέομαι
κατᾱθλέω
καταθλῑ́βομαι
καταθνῄσκω
καταθνητός
καταθορυβέομαι
καταθραύω
καταθρηνέω
καταθρῴσκω
καταθῡμέω
καταθῡ́μιος
καταθῡ́ω
καταθωρᾱκίζομαι
καταιβάτης
καταιβατός
κατᾱ̄ίγδην
View word page
κατα-θορυβέομαι
καταθορυβέομαιpass.contr.vb of a speakerbe shouted downPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταθορυβέομαι
Headword (normalized):
καταθορυβέομαι
Headword (normalized/stripped):
καταθορυβεομαι
IDX:
21339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21340
Key:
καταθορυβέομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-θορυβέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>θορυβέομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a speaker</Indic><Tr>be shouted down</Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'καταθορυβέομαι'}