Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταθαρρῡ́νω
καταθεάομαι
καταθείομεν
καταθέλγω
καταθεματίζω
καταθέω
καταθεωρέομαι
κατᾱθλέω
καταθλῑ́βομαι
καταθνῄσκω
καταθνητός
καταθορυβέομαι
καταθραύω
καταθρηνέω
καταθρῴσκω
καταθῡμέω
καταθῡ́μιος
καταθῡ́ω
καταθωρᾱκίζομαι
καταιβάτης
καταιβατός
View word page
κατα-θνητός
καταθνητόςή όνadj of men, womenmortalHom. Hes. hHom. Thgn.in neg.phr., of a godIl.masc.pl.sb.mortalshHom.

ShortDef

mortal

Debugging

Headword:
καταθνητός
Headword (normalized):
καταθνητός
Headword (normalized/stripped):
καταθνητος
IDX:
21338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21339
Key:
καταθνητός

Data

{'headword_display': '<b>κατα-θνητός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατα<hyph/>θνητός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of men, women</Indic><Tr>mortal</Tr><Au>Hom. Hes. hHom. Thgn.</Au><aS2><Indic>in neg.phr., of a god</Indic><Au>Il.</Au></aS2><SGrm><GLbl>masc.pl.sb.</GLbl><Def>mortals</Def><Au>hHom.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'καταθνητός'}