Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταθάπτω
καταθαρρέω
καταθαρρῡ́νω
καταθεάομαι
καταθείομεν
καταθέλγω
καταθεματίζω
καταθέω
καταθεωρέομαι
κατᾱθλέω
καταθλῑ́βομαι
καταθνῄσκω
καταθνητός
καταθορυβέομαι
καταθραύω
καταθρηνέω
καταθρῴσκω
καταθῡμέω
καταθῡ́μιος
καταθῡ́ω
καταθωρᾱκίζομαι
View word page
κατα-θλῑ́βομαι
καταθλῑ́βομαιpass.vbaor.2
κατεθλῐ́βην
of vapourbe compressedin the earth, to make waterPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταθλῑ́βομαι
Headword (normalized):
καταθλῑ́βομαι
Headword (normalized/stripped):
καταθλιβομαι
IDX:
21336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21337
Key:
καταθλῑ́βομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-θλῑ́βομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>θλῑ́βομαι</HL><PS>pass.vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.2</Lbl><Form>κατεθλῐ́βην</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Indic>of vapour</Indic><Tr>be compressed<Expl>in the earth, to make water</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'καταθλῑ́βομαι'}