Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάημι
καταθαμβέομαι
καταθάπτω
καταθαρρέω
καταθαρρῡ́νω
καταθεάομαι
καταθείομεν
καταθέλγω
καταθεματίζω
καταθέω
καταθεωρέομαι
κατᾱθλέω
καταθλῑ́βομαι
καταθνῄσκω
καταθνητός
καταθορυβέομαι
καταθραύω
καταθρηνέω
καταθρῴσκω
καταθῡμέω
καταθῡ́μιος
View word page
κατα-θεωρέομαι
καταθεωρέομαιpass.contr.vb of cookery and medicinebe examined carefully or contrastivelybe scrutinisedw. ὑπό + gen. by the soulPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταθεωρέομαι
Headword (normalized):
καταθεωρέομαι
Headword (normalized/stripped):
καταθεωρεομαι
IDX:
21334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21335
Key:
καταθεωρέομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-θεωρέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>θεωρέομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of cookery and medicine</Indic><Def>be examined carefully or contrastively</Def><Tr>be scrutinised</Tr><Cmpl><GLbl>w. <Ref>ὑπό</Ref> + gen.</GLbl> by the soul<Au>Pl.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'καταθεωρέομαι'}