Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταζώννυμαι
καταζώω
κατάημι
καταθαμβέομαι
καταθάπτω
καταθαρρέω
καταθαρρῡ́νω
καταθεάομαι
καταθείομεν
καταθέλγω
καταθεματίζω
καταθέω
καταθεωρέομαι
κατᾱθλέω
καταθλῑ́βομαι
καταθνῄσκω
καταθνητός
καταθορυβέομαι
καταθραύω
καταθρηνέω
καταθρῴσκω
View word page
καταθεματίζω
καταθεματίζωvbreltd.κατατίθημι invoke a curseon oneselfNT.

ShortDef

to curse

Debugging

Headword:
καταθεματίζω
Headword (normalized):
καταθεματίζω
Headword (normalized/stripped):
καταθεματιζω
IDX:
21332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21333
Key:
καταθεματίζω

Data

{'headword_display': '<b>καταθεματίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>καταθεματίζω</HL><PS>vb</PS><Ety>reltd.<Ref>κατατίθημι</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>invoke a curse<Expl>on oneself</Expl></Tr><Au>NT.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'καταθεματίζω'}