Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάζευξις
καταζώννυμαι
καταζώω
κατάημι
καταθαμβέομαι
καταθάπτω
καταθαρρέω
καταθαρρῡ́νω
καταθεάομαι
καταθείομεν
καταθέλγω
καταθεματίζω
καταθέω
καταθεωρέομαι
κατᾱθλέω
καταθλῑ́βομαι
καταθνῄσκω
καταθνητός
καταθορυβέομαι
καταθραύω
καταθρηνέω
View word page
κατα-θέλγω
καταθέλγωvb subdue with spellsbewitchanimalsOd. charma personMosch. Plu.

ShortDef

to subdue by spells

Debugging

Headword:
καταθέλγω
Headword (normalized):
καταθέλγω
Headword (normalized/stripped):
καταθελγω
IDX:
21331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21332
Key:
καταθέλγω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-θέλγω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>θέλγω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Def>subdue with spells</Def><Tr>bewitch</Tr><Obj>animals<Au>Od.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Tr>charm</Tr><Obj>a person<Au>Mosch. Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'καταθέλγω'}