Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταζευγοτροφέω
κατάζευξις
καταζώννυμαι
καταζώω
κατάημι
καταθαμβέομαι
καταθάπτω
καταθαρρέω
καταθαρρῡ́νω
καταθεάομαι
καταθείομεν
καταθέλγω
καταθεματίζω
καταθέω
καταθεωρέομαι
κατᾱθλέω
καταθλῑ́βομαι
καταθνῄσκω
καταθνητός
καταθορυβέομαι
καταθραύω
View word page
καταθείομεν
καταθείομενep.1pl.athem.aor.subj.seeκατατίθημι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταθείομεν
Headword (normalized):
καταθείομεν
Headword (normalized/stripped):
καταθειομεν
IDX:
21330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21331
Key:
καταθείομεν

Data

{'headword_display': '<b>καταθείομεν</b>', 'content': '<XE><RefFm>καταθείομεν<LblR>ep.1pl.athem.aor.subj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>κατατίθημι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καταθείομεν'}