Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἁδρός
ἁδροσύνη
ἀφοσίωσις
ἀφόων
ἀφραδέω
ἀφραδής
ἀφραδίη
ἀφράδμων
ἀφραίνω
ἀφρακτίται
ἄφρακτος
ἀφράσμων
ἄφραστος
ἀφραστύς
ἀφρέω
ἀφρήτωρ
ἀφρίζω
ἀφρῑκτῑ́
Ἀφρογένεια
ἀφρογενής
ἀφροδῑσιάζω
View word page
ἄφρακτος
ἄφρακτοςadjseeἄφαρκτος

ShortDef

unfenced, unfortified, unguarded

Debugging

Headword:
ἄφρακτος
Headword (normalized):
ἄφρακτος
Headword (normalized/stripped):
αφρακτος
IDX:
2132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2133
Key:
ἄφρακτος

Data

{'headword_display': '<b>ἄφρακτος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἄφρακτος</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>ἄφαρκτος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἄφρακτος'}