Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταζαίνω
καταζεύγνῡμι
καταζευγοτροφέω
κατάζευξις
καταζώννυμαι
καταζώω
κατάημι
καταθαμβέομαι
καταθάπτω
καταθαρρέω
καταθαρρῡ́νω
καταθεάομαι
καταθείομεν
καταθέλγω
καταθεματίζω
καταθέω
καταθεωρέομαι
κατᾱθλέω
καταθλῑ́βομαι
καταθνῄσκω
καταθνητός
View word page
κατα-θαρρῡ́νω
καταθαρρῡ́νωAtt.vbθαρσῡ́νω give encouragementto someonew. πρός + acc.concerning the futurePlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταθαρρῡ́νω
Headword (normalized):
καταθαρρῡ́νω
Headword (normalized/stripped):
καταθαρρυνω
IDX:
21328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21329
Key:
καταθαρρῡ́νω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-θαρρῡ́νω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>θαρρῡ́νω</HL><PS>Att.vb</PS><Ety><Ref>θαρσῡ́νω</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>give encouragement<Expl>to someone</Expl></Tr><Cmpl><GLbl>w. <Ref>πρός</Ref> + acc.</GLbl>concerning the future<Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'καταθαρρῡ́νω'}