Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταέννῡμι
καταέρρω
καταζαίνω
καταζεύγνῡμι
καταζευγοτροφέω
κατάζευξις
καταζώννυμαι
καταζώω
κατάημι
καταθαμβέομαι
καταθάπτω
καταθαρρέω
καταθαρρῡ́νω
καταθεάομαι
καταθείομεν
καταθέλγω
καταθεματίζω
καταθέω
καταθεωρέομαι
κατᾱθλέω
καταθλῑ́βομαι
View word page
κατα-θάπτω
καταθάπτω
ep.κατθάπτω
vb
burya corpse, bonesIl. A. Lys. D. Mosch.

ShortDef

to bury

Debugging

Headword:
καταθάπτω
Headword (normalized):
καταθάπτω
Headword (normalized/stripped):
καταθαπτω
IDX:
21326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21327
Key:
καταθάπτω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-θάπτω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>θάπτω</HL><DL><Lbl>ep.</Lbl><FmHL>κατθάπτω</FmHL></DL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>bury</Tr><Obj>a corpse, bones<Au>Il. A. Lys. D. Mosch.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'καταθάπτω'}