Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταείσομαι
καταέννῡμι
καταέρρω
καταζαίνω
καταζεύγνῡμι
καταζευγοτροφέω
κατάζευξις
καταζώννυμαι
καταζώω
κατάημι
καταθαμβέομαι
καταθάπτω
καταθαρρέω
καταθαρρῡ́νω
καταθεάομαι
καταθείομεν
καταθέλγω
καταθεματίζω
καταθέω
καταθεωρέομαι
κατᾱθλέω
View word page
κατα-θαμβέομαι
καταθαμβέομαιmid.contr.vb pf.of a generalbe in awe ofan enemy commanderPlu.of a citya ruler's powerPlu.

ShortDef

to be astonished at

Debugging

Headword:
καταθαμβέομαι
Headword (normalized):
καταθαμβέομαι
Headword (normalized/stripped):
καταθαμβεομαι
IDX:
21325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21326
Key:
καταθαμβέομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-θαμβέομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>θαμβέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <vSGrm><GLbl>pf.</GLbl><Indic>of a general</Indic><Def>be in awe of</Def><Obj>an enemy commander<Au>Plu.</Au></Obj><vS2><Indic>of a city</Indic><Obj>a ruler's power<Au>Plu.</Au></Obj></vS2></vSGrm> </vS1> </VE>", 'key': 'καταθαμβέομαι'}