Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταείνυον
καταείσομαι
καταέννῡμι
καταέρρω
καταζαίνω
καταζεύγνῡμι
καταζευγοτροφέω
κατάζευξις
καταζώννυμαι
καταζώω
κατάημι
καταθαμβέομαι
καταθάπτω
καταθαρρέω
καταθαρρῡ́νω
καταθεάομαι
καταθείομεν
καταθέλγω
καταθεματίζω
καταθέω
καταθεωρέομαι
View word page
κατ-άημι
κατάημιvbdial.3sg.aor.mid.
καταήσσατο
mid.of a goddessbreathe downjoyw. 2nd acc.on a personAlc.dub.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατάημι
Headword (normalized):
κατάημι
Headword (normalized/stripped):
καταημι
IDX:
21324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21325
Key:
κατάημι

Data

{'headword_display': '<b>κατ-άημι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>άημι</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>dial.3sg.aor.mid.</Lbl><Form>καταήσσατο</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <vSGrm><GLbl>mid.</GLbl><Indic>of a goddess</Indic><Tr>breathe down</Tr><Obj>joy<Expl><GLbl>w. 2nd acc.</GLbl>on a person</Expl><Au>Alc.<LblR>dub.</LblR></Au></Obj></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'κατάημι'}