Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταείδω
καταειμένος
καταειμένος
καταείνυον
καταείσομαι
καταέννῡμι
καταέρρω
καταζαίνω
καταζεύγνῡμι
καταζευγοτροφέω
κατάζευξις
καταζώννυμαι
καταζώω
κατάημι
καταθαμβέομαι
καταθάπτω
καταθαρρέω
καταθαρρῡ́νω
καταθεάομαι
καταθείομεν
καταθέλγω
View word page
κατάζευξις
κατάζευξιςεωςfκαταζεύγνῡμι act of pitching campencampingby an armyPlu.

ShortDef

a yoking together

Debugging

Headword:
κατάζευξις
Headword (normalized):
κατάζευξις
Headword (normalized/stripped):
καταζευξις
IDX:
21321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21322
Key:
κατάζευξις

Data

{'headword_display': '<b>κατάζευξις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατάζευξις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>καταζεύγνῡμι</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>act of pitching camp</Def><Tr>encamping<Expl>by an army</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κατάζευξις'}