Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταδωροδοκέω
καταείδω
καταειμένος
καταειμένος
καταείνυον
καταείσομαι
καταέννῡμι
καταέρρω
καταζαίνω
καταζεύγνῡμι
καταζευγοτροφέω
κατάζευξις
καταζώννυμαι
καταζώω
κατάημι
καταθαμβέομαι
καταθάπτω
καταθαρρέω
καταθαρρῡ́νω
καταθεάομαι
καταθείομεν
View word page
κατα-ζευγοτροφέω
καταζευγοτροφέωcontr.vbζεῦγοςτρέφω use up money on raising chariot teamsIs.

ShortDef

squander money on teams of horses

Debugging

Headword:
καταζευγοτροφέω
Headword (normalized):
καταζευγοτροφέω
Headword (normalized/stripped):
καταζευγοτροφεω
IDX:
21320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21321
Key:
καταζευγοτροφέω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-ζευγοτροφέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>ζευγοτροφέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ζεῦγος</Ref><Ref>τρέφω</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>use up money on raising chariot teams</Tr><Au>Is.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'καταζευγοτροφέω'}